αηδών

αηδών
Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον Σίπυλο, κατά λάθος όμως σκότωσε τον Ίτυλο. Από τότε έκλαιγε απαρηγόρητη και ο Δίας, που τη λυπήθηκε, τη μεταμόρφωσε σε πουλί –το αηδόνι– που ακόμα και σήμερα θρηνεί μελωδικά τον θάνατο του παιδιού του. Επειδή όλη η οικογένεια της Α. υπέφερε από το έγκλημα, ζήτησαν να μεταμορφωθούν σε πουλιά. Ο πατέρας της Πανδάρεως έγινε αλίετος (θαλασσινός αετός), η μητέρα της αλκυών, η αδελφή της χελιδόνι, ο αδελφός της τσαλαπετεινός και ο άντρας της πελεκάνος. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Α. ήταν σύζυγος του ξυλουργού Πολύτεχνου, από την Κολοφώνα, που καυχήθηκε πως αγαπούσε τη γυναίκα του περισσότερο από την Ήρα, και η Α. πως αγαπούσε τον άντρα της περισσότερο από τον Δία. Ο Δίας τούς έστειλε την Έριδα με τον Ερμή και έβαλε τον Πολύτεχνο να απατήσει την Α. με την αδελφή της Χελιδόνα. Η Α., για να εκδικηθεί, σκότωσε τον γιο της Ίτυ και έδωσε στον Πολύτεχνο να φάει τις σάρκες του. Ο Πολύτεχνος, όταν έμαθε τη συμφορά του, έτρεξε στο σπίτι του πεθερού του Πανδάρεω για να τιμωρήσει την Α., εκεί όμως οι δούλοι τον έπιασαν, τον άλειψαν με μέλι και τον έδεσαν στον ήλιο για να βασανίζεται από τις μύγες. Η Α. θέλησε να τον ανακουφίσει από το μαρτύριο, οι άλλοι πήγαν να σκοτώσουν τον Πολύτεχνο, και τελικά ο Δίας τους μεταμόρφωσε όλους σε πουλιά.
* * *
ἀηδών (-όνος), η (AM. Στα Μ και αρσενικό)
βλ. αηδόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀηδών — songstress fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδῶν — ἀηδέω feel disgust at pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀηδής distasteful masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόν — ἀηδών songstress fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόνα — ἀηδών songstress fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόνας — ἀηδών songstress fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόνες — ἀηδών songstress fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόνι — ἀηδών songstress fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόνος — ἀηδών songstress fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόσι — ἀηδών songstress fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδόσιν — ἀηδών songstress fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”